- τριγόλας
- τριγόλας, α, ὁ, a kind ofA fish (cf. τρίγλη), Sophr.50,66,67.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριγόλας — ὁ, Α είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τρίγ λη κατά τα ον. σε όλᾱς / όλης (πρβλ. μαιν όλης)] … Dictionary of Greek
ευδίαιος — ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῑος) νεοελλ. πληθ. οι ευδίαιοι α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές αρχ. 1. διαμπερής οπή… … Dictionary of Greek
(s)treig-3, streid(h)- — (s)treig 3, streid(h) English meaning: to hiss Deutsche Übersetzung: “zischen, schwirren”; Schallwort Material: Gk. τρίζω, τέτρῑγα “zirpe, schwirre, knirsche”, τριγμός (neologism τρισμός) m. “das Zirpen, Schwirren”, τρί̄γλη… … Proto-Indo-European etymological dictionary